- τελωνώ
- -έω, ΜΑ [τελώνης]φορολογώ κάποιον βαριά (α. «τελωνεῑ τίνα πικρῶς», Στράβ.β. «τελωνουμένους σκληρῶς», πάπ.)αρχ.1. αγοράζω τους δημόσιους φόρους και τούς εισπράττω («μᾱλλον δὲ προσαιτεῑ και λωποδοτεί καὶ τελωνεῑ», Λουκιαν.)2. (με κακή σημ.) γδέρνω, κλέβω («κλέπτει, τελωνεῑ», Απολλδ. Κωμ.)3. μτφ. διδάσκω με μισθό, με πληρωμή («σοφιστῶν γένος, οἷς τέχνη τὸ τελωνεῑν τοὺς λόγους ἐστί», Βασ.)4. παθ. τελωνοῡμαι, -έομαια) απαιτούμαι ή πληρώνομαι ως φόρος («εἴ τι ἄλλο ἐτελωνεῑτο ἐν Ἱερουσαλήμ, μηκέτι τελωνείσθω», ΠΔ)β) υπόκειμαι σε φορολογία («καθότι ἄν οἱ Μιλήσιοι τελωνῶνται», επιγρ.).
Dictionary of Greek. 2013.